Η αναδυόμενη άτυπη ελληνοϊσραηλινή συμμαχία έχει τη δυνατότητα να φέρει το Ισραήλ πιο κοντά στην Ευρώπη και να λειτουργήσει ως πηγή περιφερειακής σταθερότητας.
Μέσα σε αυτό το τοπίο της αβεβαιότητας, της ανασφάλειας και του κινδύνου, η αναδυόμενη άτυπη ελληνοισραηλινή συμμαχία έχει τη δυνατότητα να φέρει το Ισραήλ πιο κοντά στην Ευρώπη και να λειτουργήσει ως πηγή περιφερειακής σταθερότητας.
Κατά τη διάρκεια των τελευταίων μηνών, και μετά την ιστορική επίσκεψη του Μπέντζαμιν Νετανιάχου στην Ελλάδα τον περασμένο Αύγουστο (την πρώτη επίσκεψη ισραηλινού πρωθυπουργού στη χώρα αυτή), η συνεργασία μεταξύ των δύο χωρών έχει γίνει ευρεία και πολύπλευρη. Καλύπτει τους τομείς της άμυνας (κοινές ασκήσεις της πολεμικής αεροπορίας), του πολιτισμού, του τουρισμού (έχει σημειωθεί αύξηση 200% στον αριθμό των Ισραηλινών που επισκέπτονται την Ελλάδα), αλλά και της οικονομίας (μέσω διαφόρων έργων που συζητούνται σε τομείς όπως η αγροτεχνολογία και η ενέργεια).
Αξιοσημείωτο είναι επίσης το γεγονός ότι η Αθήνα συνεισέφερε με αποστολή της κατά τη διάρκεια των πρόσφατων πυρκαγιών στο Καρμέλ. Η αποστολή περιελάμβανε μια 70μελή αποστολή διάσωσης με πιλότους, πλήρωμα αεροσκαφών, πυροσβέστες και αρκετά αεροπλάνα. Την ερχόμενη άνοιξη αναμένεται επίσης να πραγματοποιηθεί διμερής συνάντηση των υπουργικών συμβουλίων των δύο χωρών, μετά από την οποία αναμένεται να ανακοινωθούν και άλλα σημαντικά έργα.
Η προσέγγιση αυτή έχει ευρεία διακομματική υποστήριξη στην Ελλάδα, και ως εκ τούτου φέρει την εγγύηση διακρατικής συμμαχίας. Και εδώ υπάρχει μια ποιοτική διαφορά από την τουρκοϊσραηλινή συμμαχία της δεκαετίας του 1990, στην οποία οι Τούρκοι ισλαμιστές αντιτάχθηκαν από την αρχή.
Εκτός από τις αμοιβαία επωφελείς αυτές πτυχές, η νέα αυτή συμμαχία μπορεί να συμβάλει στην περιφερειακή σταθερότητα με ποικίλους και απτούς τρόπους.
Πρώτον, εξακολουθώντας να διατηρεί άριστες σχέσεις με τις αραβικές και μουσουλμανικές χώρες της Μέσης Ανατολής, η Αθήνα μπορεί να συμβάλει στο μέγιστο δυνατό βαθμό (δεδομένου του μεγέθους της Ελλάδας), σε μια εκτόνωση των περιφερειακών συγκρούσεων και τη διευκόλυνση των ειρηνευτικών προσπαθειών.
Η προσπάθεια που έγινε από μέρους του πρωθυπουργού της Ελλάδας, Γιώργου Παπανδρέου, να επισκεφθεί το Κάιρο κατά τη διάρκεια των εξεγέρσεων αποτελεί ένα παράδειγμα του είδους της δράσης που θα μπορούσε να υπάρξει.
Δεύτερον, η Ελλάδα μπορεί να συμβάλει στην άμβλυνση των εντάσεων μεταξύ Τουρκίας και Ισραήλ. Ίσως να ακούγεται περίεργο αυτό, αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η Αθήνα διατηρεί καλές σχέσεις με την Άγκυρα, και υποστηρίζει ένθερμα την ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας. Η κατάργηση όλων των τεταμένων περιφερειακών σχέσεων είναι εν τέλει προς το συμφέρον της.
Τρίτον, υπάρχει και ο ενεργειακός παράγοντας: η ύπαρξη του τεράστιου πεδίου φυσικού αερίου Λεβιάθαν. Η κατασκευή του υποθαλάσσιου αγωγού που ενδεχομένως θα συνδέει το πεδίο Λεβιάθαν με την Κύπρο και την Κρήτη είναι προφανώς ένα από τα ζητήματα που ήδη συζητούνται.
Μια τέτοια εξέλιξη θα μπορούσε να αλλάξει εντελώς το παιχνίδι στην γεωπολιτική σκακιέρα. Θα αλλάξει σίγουρα η θέση του Ισραήλ απέναντι στην Ευρώπη, και θα μειώσει την ενεργειακή εξάρτηση της γηραιάς ηπείρου από τη Ρωσία (κάτι ιδιαίτερα σημαντικό τώρα, δεδομένου ότι το έργο κατασκευής του αγωγού φυσικού αερίου Ναμπούκο μοιάζει προβληματικό).
Επιπλέον, δεν είναι απαραίτητα παρακινδυνευμένο να φανταστούμε ένα δίκτυο αγωγών που θα συνδέει το Ισραήλ με την Ελλάδα, την Κύπρο, την Αίγυπτο (άν στην τελευταία υπάρξει εγγυημένη και υπεύθυνη σταθεροποίηση της πολιτικής κατάστασης), με ένα μελλοντικό παλαιστινιακό κράτος (αν όντως υπάρχει φυσικό αέριο στα φερόμενα ως χωρικά του ύδατα) και με το Ιράν (αν εκεί υπάρξει ποτέ αλλαγή καθεστώτος).
Προς το παρόν, ωστόσο, τα μακροπρόθεσμα αυτά σχέδια εξαρτώνται από την εδραίωση των ελληνοϊσραηλινών σχέσεων, καθώς και από διάφορες καθοριστικές ενέργειες. Για παράδειγμα, η Ελλάδα θα πρέπει να αναγνωρίσει την δική της αποκλειστική οικονομική ζώνη (ΑΟΖ) και να επιτευχθεί συμφωνία με την Κύπρο σχετικά με τις ΑΟΖ των δύο αυτών χωρών. Με αυτόν τον τρόπο, θα μπορέσει να ξεκινήσει το έργο του αγωγού Λεβιάθαν.
Επιπλέον, ως χώρες, η Ελλάδα και το Ισραήλ θα χρειαστεί να πλησιάσουν και να εξοικειωθούν η μια την άλλη πολύ καλύτερα. Οι συχνές αμοιβαίες επισκέψεις από δημοσιογράφους, πολιτικούς, διπλωμάτες και ομάδες νέων θα καταστούν πλέον εκ των πραγμάτων αναγκαίες. Η κατανόηση μπορεί να εμβαθυνθεί με τη συμβολή διάφορων think tanks (ομάδων προβληματισμού) και ακαδημαϊκών, ίσως και σε θεσμικό επίπεδο, και ο επιχειρηματικός κόσμος των δύο χωρών θα πρέπει να είναι στην πρώτη γραμμή των σημαντικών συνεργασιών που θα πραγματοποιηθούν.
Τέλος, η Αθήνα μπορεί να δημιουργήσει ένα νομικό πλαίσιο που θα επιτρέπει σε Ισραηλινούς πολίτες, που θα είναι σε θέση να αποδείξουν την καταγωγή τους από Ελληνοεβραίους που επέζησαν του Ολοκαυτώματος, να διεκδικήσουν την ελληνική ιθαγένεια (και συνεπώς και την πολιτογράφησή τους ως πολίτες της ΕΕ). Ανάλογο προηγούμενο υπάρχει για τους Έλληνες από τις πρώην σοβιετικές δημοκρατίες.
Μια τέτοια χειρονομία, χωρίς αποκλεισμούς, είναι πολύ πιθανό να συμβάλει στην σταθεροποίηση της συνεργασίας μεταξύ των δύο λαών για τουλάχιστον μια γενιά.
Επομένως, η άτυπη ελληνοϊσραηλινή συμμαχία ως έχει αξίζει να γίνει καλύτερα κατανοητή και να υποστηριχθεί πλήρως.
Χωρίς αμφιβολία, οι πρόσφατες εξελίξεις στη Μέση Ανατολή είχαν αρνητικές συνέπειες για την ασφάλεια του Ισραήλ. Η λαϊκή εξέγερση στην Αίγυπτο δημιουργεί αμφιβολίες για όλες τις υφιστάμενες ρυθμίσεις, ενώ η έκβαση της παραμένει άγνωστη. Είναι πολύ πιθανόν να οδηγήσει στη δημιουργία άλλης μιας εχθρικής προς το Ισραήλ ισλαμικής χώρας. Την ίδια στιγμή, η Χεζμπολά έχει ενισχύσει τον έλεγχο που ασκεί στον Λίβανο, οι σχέσεις με την Τουρκία του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν ολοένα επιδεινώνονται, τίποτε δεν μοιάζει να ανακόπτει την πορεία του Ιράν προς την απόκτηση πυρηνικών όπλων, ενώ η Χαμάς είναι σταθερά εδραιωμένη στη Γάζα.
Μέσα σε αυτό το τοπίο της αβεβαιότητας, της ανασφάλειας και του κινδύνου, η αναδυόμενη άτυπη ελληνοισραηλινή συμμαχία έχει τη δυνατότητα να φέρει το Ισραήλ πιο κοντά στην Ευρώπη και να λειτουργήσει ως πηγή περιφερειακής σταθερότητας.
Κατά τη διάρκεια των τελευταίων μηνών, και μετά την ιστορική επίσκεψη του Μπέντζαμιν Νετανιάχου στην Ελλάδα τον περασμένο Αύγουστο (την πρώτη επίσκεψη ισραηλινού πρωθυπουργού στη χώρα αυτή), η συνεργασία μεταξύ των δύο χωρών έχει γίνει ευρεία και πολύπλευρη. Καλύπτει τους τομείς της άμυνας (κοινές ασκήσεις της πολεμικής αεροπορίας), του πολιτισμού, του τουρισμού (έχει σημειωθεί αύξηση 200% στον αριθμό των Ισραηλινών που επισκέπτονται την Ελλάδα), αλλά και της οικονομίας (μέσω διαφόρων έργων που συζητούνται σε τομείς όπως η αγροτεχνολογία και η ενέργεια).
Αξιοσημείωτο είναι επίσης το γεγονός ότι η Αθήνα συνεισέφερε με αποστολή της κατά τη διάρκεια των πρόσφατων πυρκαγιών στο Καρμέλ. Η αποστολή περιελάμβανε μια 70μελή αποστολή διάσωσης με πιλότους, πλήρωμα αεροσκαφών, πυροσβέστες και αρκετά αεροπλάνα. Την ερχόμενη άνοιξη αναμένεται επίσης να πραγματοποιηθεί διμερής συνάντηση των υπουργικών συμβουλίων των δύο χωρών, μετά από την οποία αναμένεται να ανακοινωθούν και άλλα σημαντικά έργα.
Η προσέγγιση αυτή έχει ευρεία διακομματική υποστήριξη στην Ελλάδα, και ως εκ τούτου φέρει την εγγύηση διακρατικής συμμαχίας. Και εδώ υπάρχει μια ποιοτική διαφορά από την τουρκοϊσραηλινή συμμαχία της δεκαετίας του 1990, στην οποία οι Τούρκοι ισλαμιστές αντιτάχθηκαν από την αρχή.
Εκτός από τις αμοιβαία επωφελείς αυτές πτυχές, η νέα αυτή συμμαχία μπορεί να συμβάλει στην περιφερειακή σταθερότητα με ποικίλους και απτούς τρόπους.
Πρώτον, εξακολουθώντας να διατηρεί άριστες σχέσεις με τις αραβικές και μουσουλμανικές χώρες της Μέσης Ανατολής, η Αθήνα μπορεί να συμβάλει στο μέγιστο δυνατό βαθμό (δεδομένου του μεγέθους της Ελλάδας), σε μια εκτόνωση των περιφερειακών συγκρούσεων και τη διευκόλυνση των ειρηνευτικών προσπαθειών.
Η προσπάθεια που έγινε από μέρους του πρωθυπουργού της Ελλάδας, Γιώργου Παπανδρέου, να επισκεφθεί το Κάιρο κατά τη διάρκεια των εξεγέρσεων αποτελεί ένα παράδειγμα του είδους της δράσης που θα μπορούσε να υπάρξει.
Δεύτερον, η Ελλάδα μπορεί να συμβάλει στην άμβλυνση των εντάσεων μεταξύ Τουρκίας και Ισραήλ. Ίσως να ακούγεται περίεργο αυτό, αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η Αθήνα διατηρεί καλές σχέσεις με την Άγκυρα, και υποστηρίζει ένθερμα την ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας. Η κατάργηση όλων των τεταμένων περιφερειακών σχέσεων είναι εν τέλει προς το συμφέρον της.
Τρίτον, υπάρχει και ο ενεργειακός παράγοντας: η ύπαρξη του τεράστιου πεδίου φυσικού αερίου Λεβιάθαν. Η κατασκευή του υποθαλάσσιου αγωγού που ενδεχομένως θα συνδέει το πεδίο Λεβιάθαν με την Κύπρο και την Κρήτη είναι προφανώς ένα από τα ζητήματα που ήδη συζητούνται.
Μια τέτοια εξέλιξη θα μπορούσε να αλλάξει εντελώς το παιχνίδι στην γεωπολιτική σκακιέρα. Θα αλλάξει σίγουρα η θέση του Ισραήλ απέναντι στην Ευρώπη, και θα μειώσει την ενεργειακή εξάρτηση της γηραιάς ηπείρου από τη Ρωσία (κάτι ιδιαίτερα σημαντικό τώρα, δεδομένου ότι το έργο κατασκευής του αγωγού φυσικού αερίου Ναμπούκο μοιάζει προβληματικό).
Επιπλέον, δεν είναι απαραίτητα παρακινδυνευμένο να φανταστούμε ένα δίκτυο αγωγών που θα συνδέει το Ισραήλ με την Ελλάδα, την Κύπρο, την Αίγυπτο (άν στην τελευταία υπάρξει εγγυημένη και υπεύθυνη σταθεροποίηση της πολιτικής κατάστασης), με ένα μελλοντικό παλαιστινιακό κράτος (αν όντως υπάρχει φυσικό αέριο στα φερόμενα ως χωρικά του ύδατα) και με το Ιράν (αν εκεί υπάρξει ποτέ αλλαγή καθεστώτος).
Προς το παρόν, ωστόσο, τα μακροπρόθεσμα αυτά σχέδια εξαρτώνται από την εδραίωση των ελληνοϊσραηλινών σχέσεων, καθώς και από διάφορες καθοριστικές ενέργειες. Για παράδειγμα, η Ελλάδα θα πρέπει να αναγνωρίσει την δική της αποκλειστική οικονομική ζώνη (ΑΟΖ) και να επιτευχθεί συμφωνία με την Κύπρο σχετικά με τις ΑΟΖ των δύο αυτών χωρών. Με αυτόν τον τρόπο, θα μπορέσει να ξεκινήσει το έργο του αγωγού Λεβιάθαν.
Επιπλέον, ως χώρες, η Ελλάδα και το Ισραήλ θα χρειαστεί να πλησιάσουν και να εξοικειωθούν η μια την άλλη πολύ καλύτερα. Οι συχνές αμοιβαίες επισκέψεις από δημοσιογράφους, πολιτικούς, διπλωμάτες και ομάδες νέων θα καταστούν πλέον εκ των πραγμάτων αναγκαίες. Η κατανόηση μπορεί να εμβαθυνθεί με τη συμβολή διάφορων think tanks (ομάδων προβληματισμού) και ακαδημαϊκών, ίσως και σε θεσμικό επίπεδο, και ο επιχειρηματικός κόσμος των δύο χωρών θα πρέπει να είναι στην πρώτη γραμμή των σημαντικών συνεργασιών που θα πραγματοποιηθούν.
Τέλος, η Αθήνα μπορεί να δημιουργήσει ένα νομικό πλαίσιο που θα επιτρέπει σε Ισραηλινούς πολίτες, που θα είναι σε θέση να αποδείξουν την καταγωγή τους από Ελληνοεβραίους που επέζησαν του Ολοκαυτώματος, να διεκδικήσουν την ελληνική ιθαγένεια (και συνεπώς και την πολιτογράφησή τους ως πολίτες της ΕΕ). Ανάλογο προηγούμενο υπάρχει για τους Έλληνες από τις πρώην σοβιετικές δημοκρατίες.
Μια τέτοια χειρονομία, χωρίς αποκλεισμούς, είναι πολύ πιθανό να συμβάλει στην σταθεροποίηση της συνεργασίας μεταξύ των δύο λαών για τουλάχιστον μια γενιά.
Επομένως, η άτυπη ελληνοϊσραηλινή συμμαχία ως έχει αξίζει να γίνει καλύτερα κατανοητή και να υποστηριχθεί πλήρως.
Χωρίς αμφιβολία, οι πρόσφατες εξελίξεις στη Μέση Ανατολή είχαν αρνητικές συνέπειες για την ασφάλεια του Ισραήλ. Η λαϊκή εξέγερση στην Αίγυπτο δημιουργεί αμφιβολίες για όλες τις υφιστάμενες ρυθμίσεις, ενώ η έκβαση της παραμένει άγνωστη. Είναι πολύ πιθανόν να οδηγήσει στη δημιουργία άλλης μιας εχθρικής προς το Ισραήλ ισλαμικής χώρας. Την ίδια στιγμή, η Χεζμπολά έχει ενισχύσει τον έλεγχο που ασκεί στον Λίβανο, οι σχέσεις με την Τουρκία του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν ολοένα επιδεινώνονται, τίποτε δεν μοιάζει να ανακόπτει την πορεία του Ιράν προς την απόκτηση πυρηνικών όπλων, ενώ η Χαμάς είναι σταθερά εδραιωμένη στη Γάζα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου